ωμόδαμος

ωμόδαμος
ὁ, Α
(ως αλληγορική ονομασία δαίμονα) αυτός που δαμάζει την ωμότητα, την αγριότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -δαμος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. θειό-δαμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ὠμόδαμον — Ὠμόδαμος Fierce Conqueror masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”